Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

η γρατσουνιά

См. также в других словарях:

  • γρατσουνιά — και γρατζουνιά, η το γρατσούνισμα …   Dictionary of Greek

  • άμυγμα — ἄμυγμα, το (Α) [ἀμύσσω] γρατσουνιά, γρατσούνισμα, νύχια, αμυχή …   Dictionary of Greek

  • άμυξις — ἄμυξις ( εως), η (Α) [ἀμύσσω] 1. σχίσιμο, ξέσχισμα 2. χαραγή, γρατσουνιά 3. ερεθισμός 4. φρ. «σικύα ἡ χωρὶς ἀμύξεως», κούφια βεντούζα …   Dictionary of Greek

  • αμυχή — η (Α ἀμυχή) επιπόλαιο τραύμα τού δέρματος, σχίσιμο, γρατσουνιά, γρατσούνισμα αρχ. 1. Ιατρ. εγχάραξη, εντομή 2. τραύμα, ίχνος από στραγγαλισμό 3. το ξέσχισμα τών ρούχων ως σημείο πένθους (πρβλ. ἄμυξις). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμύσσω. ΠΑΡ. αρχ. ἀμυχηδόν,… …   Dictionary of Greek

  • νύχισμα — νύχισμα, τὸ (Μ) γρατσουνιά από νύχι, νυχιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < *νυχίζω < αρχ. ὀνυχίζω] …   Dictionary of Greek

  • γδάρσιμο — το 1. η αφαίρεση του δέρματος: Μετά το σφάξιμο του ζώου, ακολουθεί το γδάρσιμο. 2. επιπόλαιο τραύμα, γρατσουνιά: Από το ατύχημα έπαθε μόνο γδαρσίματα. 3. η οικονομική εξάντληση κάποιου από άλλον, η αισχροκέρδεια: Καταστράφηκε οικονομικά από το… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γρατζουνιά — γρατζουνιά, η και γρατσουνιά, η γδάρσιμο, αμυχή του δέρματος: Είχα ένα τρακάρισμα αλλά γλίτωσα μόνο με γρατζουνιές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσαγκρουνιά — τσαγκρουνιά, η και τσουγκρανιά, η αμυχή, νυχιά, ξέγδαρμα, γρατσουνιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»