-
1 царапина
-
2 царапать
σκαλίζω, ξύνω, γρατσουνάω-ина η αμυχή, η γρατσουνιάРусско-греческий словарь научных и технических терминов > царапать
-
3 ссадина
[σσάντινα] ουσ. θ. γρατσουνιά -
4 царапина
[τσαράπινα] ουσ. θ. γρατσουνιά -
5 ссадина
[σσάντινα] ουσ θ γρατσουνιά -
6 царапина
[τσαράπινα] ουσ θ γρατσουνιά -
7 задорина
-ы θ.αμυχή, γρατσουνιά, ξεσκαλισμένο μέρος, ανώμαλη επιφάνεια•доска с -ами σανίδα με ξεσκαλίσματα.
-
8 рубец
-бца α.1. η κοψιά.2. γρατσουνιά• ο μώλωπας (ίχνη δαρσίματος, αποτυπώματα).3. ραφή εξέχουσα.4. προστόμαχος, πρόλοβος.5. ο πατσάς (φαγητό). -
9 рубчик
-а α.1. μικρή κοψιά, γρατσουνιά.2. μικρή ουλή.3. εξέχουσα ραφή.4. μικρή εξέχουσα ρίγα στα υφάσματα. -
10 ссадина
-ы θ.αμυχή, γρατσουνιά.
См. также в других словарях:
γρατσουνιά — και γρατζουνιά, η το γρατσούνισμα … Dictionary of Greek
άμυγμα — ἄμυγμα, το (Α) [ἀμύσσω] γρατσουνιά, γρατσούνισμα, νύχια, αμυχή … Dictionary of Greek
άμυξις — ἄμυξις ( εως), η (Α) [ἀμύσσω] 1. σχίσιμο, ξέσχισμα 2. χαραγή, γρατσουνιά 3. ερεθισμός 4. φρ. «σικύα ἡ χωρὶς ἀμύξεως», κούφια βεντούζα … Dictionary of Greek
αμυχή — η (Α ἀμυχή) επιπόλαιο τραύμα τού δέρματος, σχίσιμο, γρατσουνιά, γρατσούνισμα αρχ. 1. Ιατρ. εγχάραξη, εντομή 2. τραύμα, ίχνος από στραγγαλισμό 3. το ξέσχισμα τών ρούχων ως σημείο πένθους (πρβλ. ἄμυξις). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμύσσω. ΠΑΡ. αρχ. ἀμυχηδόν,… … Dictionary of Greek
νύχισμα — νύχισμα, τὸ (Μ) γρατσουνιά από νύχι, νυχιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < *νυχίζω < αρχ. ὀνυχίζω] … Dictionary of Greek
γδάρσιμο — το 1. η αφαίρεση του δέρματος: Μετά το σφάξιμο του ζώου, ακολουθεί το γδάρσιμο. 2. επιπόλαιο τραύμα, γρατσουνιά: Από το ατύχημα έπαθε μόνο γδαρσίματα. 3. η οικονομική εξάντληση κάποιου από άλλον, η αισχροκέρδεια: Καταστράφηκε οικονομικά από το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γρατζουνιά — γρατζουνιά, η και γρατσουνιά, η γδάρσιμο, αμυχή του δέρματος: Είχα ένα τρακάρισμα αλλά γλίτωσα μόνο με γρατζουνιές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσαγκρουνιά — τσαγκρουνιά, η και τσουγκρανιά, η αμυχή, νυχιά, ξέγδαρμα, γρατσουνιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)